Μάρθα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ήταν αδελφή του Λάζαρου και της Μαρίας, καθώς και μαθήτρια του Ιησού. Το όνομά της αναφέρεται τρεις φορές στα ευαγγέλια του Λουκά και του Ιωάννη. Αντίθετα με την Καθολική Εκκλησία, όπου επικρατεί η… … Dictionary of Greek
Βούρτση, Μάρθα — (1936 –). Ηθοποιός. Χαρακτήρισε μία ολόκληρη εποχή όπου το κοινό τη θυμάται στους ρόλους της μονίμως κατατρεγμένης και συνήθως δυστυχούς νεαρής. Πάντως, αν και κυριάρχησε στις μελοδραματικές εμπορικές ταινίες της δεκαετίας του 1960, από τις… … Dictionary of Greek
Γκράχαμ, Μάρθα — (Martha Graham, Πίτσμπουργκ 1900 – Νέα Υόρκη 1991).Αμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφος. Τα καλλιτεχνικά της ενδιαφέροντα την έκαναν να εγκαταλείψει γρήγορα όσα διδάχθηκε στην σχολή Ντεβονσάιρ του Λος Άντζελες και να αποκηρύξει τη σχολή του… … Dictionary of Greek
Μαρία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ονομαζόταν και Μαριάμ. Ήταν η μητέρα του Χριστού, η Θεοτόκος. Οι μόνες πληροφορίες για τον βίο της περιέχονται στα ευαγγέλια και στα απόκρυφα κείμενα. Βλ. λ. Θεοτόκος. 2. Μ. η Μαγδαληνή. Καταγόταν… … Dictionary of Greek
Φρόιντ, Ζίγκμουντ — (Freud, Φράιμπεργκ, σήμερα Πρίμπορ, Μοραβία 1856 – Λονδίνο 1939). Αυστριακός νευροπαθολόγος. Είναι ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης. Πρωτότοκος από 7 αδέλφια, γεννήθηκε από τον δεύτερο γάμο του Εβραίου εμπόρου Γιάκοπ Φρόιντ και τα πρώτα χρόνια της… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
Martha — For other uses, see Martha (disambiguation). Saint Martha Martha on the left, Jesus at the house of Mary and Martha, Harold Copping Virgin, Myrrhbearer, Wonder Worker of Southern Gaul … Wikipedia
Martha (disambiguation) — Martha, is a feminine given name (Latin from Ancient Greek Μαρθα, from Aramaic מרתא (martā) the mistress or the lady , from מרה mistress , feminine of מרי master ). Variants in different languages include Maata (Maori); Mapфa (Marfa) (Russian),… … Wikipedia
Greek name — Greek given names can be derived from the Greco Roman gods, along with Ancient Greek traditions, or from the Old and New Testament and early Christian traditions. Some of the names are often, but not always, anglicised. Male names usually end in… … Wikipedia
Viannos — Gemeinde Viannos Δήμος Βιάννου … Deutsch Wikipedia